ἀριστέρ'

ἀριστέρ'
ἀριστερά , ἀριστερός
left
neut nom/voc/acc pl
ἀριστερά̱ , ἀριστερός
left
fem nom/voc/acc dual
ἀριστερά̱ , ἀριστερός
left
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἀριστερέ , ἀριστερός
left
masc voc sg
ἀριστεραί , ἀριστερός
left
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”